πορίζοντες

πορίζοντες
πορίζω
carry
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρογάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο χειροβίωτος*, ο βιοπαλαιστής 2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”